- λήξειν
- λήγωstayfut inf act (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιμετρώ — (AM ἐπιμετρῶ, έω) προσθέτω ή δίνω επί πλέον για να συμπληρωθεί κανονικό ή συμφωνημένο μέτρο νεοελλ. (για το δικαστήριο) καθορίζω την ποινή που προβλέπει ο νόμος ανάλογα με το έγκλημα που έχει τελεστεί (τις συνθήκες διάπραξης και την προσωπικότητα … Dictionary of Greek
κλόπιος — κλόπιος, ία, ον (AM) [κλοπός] απατηλός, δόλιος («λήξειν ἀπατάων μύθων τε κλοπίων», Ομ. Οδ.) … Dictionary of Greek